παρενυφαίνω

παρενυφαίνω
Α [ενυφαίνω]
υφαίνω κάτι ανάμεσα, ενυφαίνω («ἡ φύσις τὸ νεῡρον διαξάνασα πανταχόθεν εἰς πολλὰς ἴνας ἐπ' εὐθείας παρενύφανεν οὕτω τὴν σάρκα ὡς κρόκην στήμονι», Αλέξ. Αφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”